Όταν ο Θησέας έφτασε στην Κρήτη, γνώρισε την κόρη του Μίνωα και την ερωτεύτηκε, το ίδιο και η Αριάδνη. Η Αριάδνη του έδωσε ένα κουβάρι κλωστή (η γνωστή έκφραση της νεοελληνικής γλώσσας "Μίτος της Αριάδνης"), ώστε όταν θα έμπαινε στον Λαβύρινθο να το ξετυλίγει για να μπορέσει έπειτα, αφού σκοτώσει το Μινώταυρο, να βρει την έξοδο.
Στο γυρισμό τους για την Αθήνα, ο Θησέας και οι σύντροφοί του έκαναν μια στάση στο νησί της Νάξου. Εκεί, στο όνειρο του Θησέα εμφανίστηκε ο θεός Διόνυσος και του είπε ότι έπρεπε να φύγουν από το νησί χωρίς την Αριάδνη, αφού ήταν γραφτό να μείνει εκεί και να γίνει γυναίκα του.
Η Αριάδνη έμεινε στη Νάξο και παντρεύτηκε το θεό Διόνυσο κι έτσι αναπτύχθηκε και η λατρεία της σαν θεότητα στο νησί.
Ο Διόνυσος της χάρισε χρυσό στεφάνι, έργο του Ηφαίστου, και την έφερε μαζί του στον Όλυμπο. Η θνητή Αριάδνη έφθασε έτσι να γίνει αθάνατη σύζυγος θεού.
Το γαμήλιο στεφάνι μετακόμισε στον ουρανό. Τα πετράδια έγιναν επτά λαμπερά αστέρια δεμένα για πάντα μεταξύ τους σ’ έναν πανέμορφο ημικυκλικό αστερισμό που στολίζουν τις νύχτες τον έναστρο θόλο. Τον ονόμασαν "Βόρειο στέφανο", ευρύτερα γνωστός, Corona Borealis.
Η Αριάδνη στη Νάξο (Ariadne auf Naxos) είναι όπερα του Ρίχαρντ Στράους. Πρωτοπαρουσιάστηκε στη Στουτγάρδη το 1912.
Η υπόθεση της όπερας είναι βασισμένη στον αρχαίο ελληνικό μύθο της Αριάδνης και του Διόνυσου.
|